- νεκράνθεμο
- το1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
αδράχτι της γυναίκας — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως κάθαρμος ο εριώδης.Είναι μονοετής πόα, με βλαστό ύψους 30 50 εκ., όρθιο, χνουδωτό και πολύκλαδο συνήθως στην κορυφή. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, χνουδωτά, ημιπερίβλαστα ή τα ανώτερα περίβλαστα, με λοβούς λογχοειδείς … Dictionary of Greek
νεκρολούλουδο — το 1. είδος φυτού, το νεκράνθεμο. 2. στον πληθ., νεκρολούλουδα τα λουλούδια που βάζουν πάνω στο νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)